ἡ, (ὀκλάζω)=ὄκλασις, Suid., perhaps to be read in Cael. Aur.TP5.133.
[Seite 315] ἡ, = ὄκλασις, Suid.
ὀκλᾰδία: ἡ, (ὀκλάζω) = ὄκλασις, Σουΐδ.
ὀκλαδία, ἡ (Α)κάθισμα με κάμψη γονάτων, όκλαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω].