καταξυράω

Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

shave close, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctes.Fr.20 M.: abs., Nic.Dam.4J.

German (Pape)

[Seite 1367] abscheeren, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctesias bei Ath. XII, 529 a.

Greek (Liddell-Scott)

καταξυράω: ἐντελῶς ξυρίζω, κείρω μέχρι τῆς ἐπιδερμίδος, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Κτησίας παρ’ Ἀθην. 529Α· κατεξυρημένος τε καὶ καθυπεστιβισμένος τὼ ὀφθαλμὼ Νικολ. Δαμ. 429 ἔκδ. Vales.· καλῶς ἐξυρισμένος καὶ μὲ στίμμι ἠλειμμένος.