θεωρητήριον
English (LSJ)
τό, seat in a theatre, Plu.CG12 (pl.), CIG2782.20 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1205] τό, ein Ort, Platz, von dem aus man einem Schauspiele zusieht, Plut. C. Gracch. 12 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
place au théâtre.
Étymologie: θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
θεωρητήριον: τό место, с которого смотрели театральные представления, трибуна для зрителей (θεωρητήρια κύκλῳ κατασκευάσαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητήριον: τό, ἑδώλιον ἐν τῷ θεάτρῳ, Πλούτ. Γ. Γράκχ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 20.
Greek Monolingual
θεωρητήριον, τὸ (Α) θεωρώ
κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο.
Greek Monotonic
Middle Liddell
θεωρητήριον, ου, τό, θεωρέω
a seat in a theatre, Plut.