ὠστός
English (LSJ)
ὠστή, ὠστόν, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον, Hdn.Epim.103.
Greek (Liddell-Scott)
ὠστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- του μέλλ. ὤσω του ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπωστος)].
German (Pape)
adj. verb. von ὠθέω,
1 gestoßen, hin- und hergestoßen, getrieben, gedrängt.
2 zu stoßen, was sich stoßen läßt, Sp.