κρατητοῦ, ὁ, one who holds or possesses, ἱερῶν Procl.Par.Ptol.228.
κρατητής, -oῡ, ὁ (Α) κρατώαυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι.
ὁ, der Etwas festhält, τινός, Sp.