πεζοφανής

Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πεζοφανές, (φαίνομαι) like prose, Procl.in Alc.p.292 C. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 543] ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich, sp. Gramm.

Russian (Dvoretsky)

πεζοφᾰνής: рит. похожий на прозу.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὅμοιος πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -φάν-ην), πρβλ. μεγαλοφανής].