συνεπιλάμπω

Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

illumine at the same time, Theophrastus CP4.4.13, Plot.4.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιλάμπω: συγχρόνως ἐπιλάμπω, ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 13.

Greek Monolingual

Α ἐπιλάμπω
λάμπω επίσης από ψηλά.