προβλεπτικός
English (LSJ)
προβλεπτική, προβλεπτικόν, able to foresee, τῶν μελλόντων Eust.83.33.
German (Pape)
[Seite 711] ή, όν, vorher sehend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
προβλεπτικός: -ή, -όν, ὁ προβλέπων, ὁ ἱκανὸς νὰ προβλέπῃ. τῶν μελλόντων Εὐστ. 83. 33, Βυζ.
Greek Monolingual
-ή, -ό/ προβλεπτικός, -ή, -όν, ΝΜ προβλέπω
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει ό,τι πρόκειται να συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετωπισή του, προνοητικός.
επίρρ...
προβλεπτικῶς Μ
με προβλεπτικότητα.