προβλεπτικός

Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

προβλεπτική, προβλεπτικόν, able to foresee, τῶν μελλόντων Eust.83.33.

German (Pape)

[Seite 711] ή, όν, vorher sehend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

προβλεπτικός: -ή, -όν, ὁ προβλέπων, ὁ ἱκανὸς νὰ προβλέπῃ. τῶν μελλόντων Εὐστ. 83. 33, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ προβλεπτικός, -ή, -όν, ΝΜ προβλέπω
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει ό,τι πρόκειται να συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετωπισή του, προνοητικός.
επίρρ...
προβλεπτικῶς Μ
με προβλεπτικότητα.