φέρετρον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1262] τό, Trage, Babre, Sänfte, Pol. 8, 31, 4, s. φέρτρον.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
φέρετρον: τό носилки Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φέρετρον: τό, νεκροφόρον κλινίδιον, ἢ φορεῖον, Λατ. feretrum, Πολύβ. 8. 31, 4· ― κατὰ συγκοπήν, φέρτρον Ἰλ. Σ. 236.
Greek Monotonic
φέρετρον: τό (φέρω), νεκροφόρα, φορείο, σε Πολύβ.· συνηρ. φέρτρον, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
φέρετρον, ου, τό, φέρω
a bier, litter, Polyb.:—contr. φέρτρον Il.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.