ἀγριόμορφος
English (LSJ)
ἀγριόμορφον, f.l. for συαγριόμορφος, Orph.A.979.
Spanish (DGE)
-ον
de fiero aspecto ὄφις Epic.Alex.Adesp. en CRIPEL 6.1981.248, Orph.A.979, δαίμονες App.Anth.4.104.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν μορφήν, Ὀρφ. Ἀργ. 977.
German (Pape)
von wilder Gestalt, Orph. Arg. 978, wo Schneid. ἀκριτόμορφος änderte.