κυκνόθρεπτος

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κυκνόθρεπτον, reared by swans, Steph.in Rh.301.18, Sch.Lyc. 237.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόθρεπτος: -ον, ἀνατραφεὶς ὑπὸ κύκνων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 237.

Greek Monolingual

κυκνόθρεπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -θρεπτος (< θ. θρεπ- του τρέφω, πρβλ. αόρ. -θρεψ-α), πρβλ. θεόθρεπτος, μελίθρεπτος].

German (Pape)

von Schwänen ernährt, Tzetz. zu Lyc. 237.