ἀμφίπλευρος

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀμφίπλευρον, with traverses on both sides, θυρίδες Ph.Bel.81.30.

Spanish (DGE)

-ον
de dos hojas de las puertas de las troneras σεσιδηρωμένας γὰρ καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας Ph.Bel.81.30.

German (Pape)

[Seite 142] θυρίς, zweiflügelige Thür, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπλευρος: -ον, μὲ πλευρὰς ἑκατέρωθεν, «σεσιδηρωμένας καὶ ἀμφιπλεύρους τὰς θυρίδας αὐτῶν ποιήσομεν» Φίλ. Βελοπ. σ. 81.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις
αρχ.
(για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλευρος < πλευρά.