τριχοῦ

Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv. in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.

French (Bailly abrégé)

adv.
en trois endroits.
Étymologie: cf. τρίχα¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχοῦ [τρίχα] adv., op drie plaatsen.

German (Pape)

adv., an drei Orten, Stellen, Her. 7.36.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχοῦ: adv. в трех местах Her.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε τρεις τόπους ή σε τρεις θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τετρ-αχ-οῦ)].

Greek Monotonic

τρῐχοῦ: (τρίχα), επίρρ., σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.

Middle Liddell

τρίχα
in three places, Hdt.