προσαπολύω
English (LSJ)
set free besides, αὐτὸν τῆς διαβολῆς Vit.Isoc.p.255 Westermann.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπολύω: ἀπολύω, ἀπαλλάσσω προσέτι, τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς Βίος Ἰσοκρ.
Greek Monolingual
Μ ἀπολύω
ελευθερώνω κάποιον από κάτι ακόμη («τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.).