νευροκοίλιος
English (LSJ)
νευροκοίλιον, dub. sens. in Hp.Loc.Hom.5 (fort. εὐρυκοίλιοι).
Greek (Liddell-Scott)
νευροκοίλιος: -ον, ἡμαρτημ. ἀντὶ εὐρυκοίλιος, Ἱππ. 410, 10.
νευροκοίλιον, dub. sens. in Hp.Loc.Hom.5 (fort. εὐρυκοίλιοι).
νευροκοίλιος: -ον, ἡμαρτημ. ἀντὶ εὐρυκοίλιος, Ἱππ. 410, 10.