ἀναχλιαίνω
English (LSJ)
warm up, Hp.Nat.Mul. 56, Arist.Pr.889a8:—Pass., ib.930b18.
Spanish (DGE)
templar, calentar un medicamento, Hp.Steril.221, cf. Nat.Mul.56, Arist.Pr.889a8, pas., Arist.Pr.930b18.
German (Pape)
[Seite 215] wieder erwärmen, Ar. Probl. 22, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχλιαίνω: снова нагревать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχλιαίνω: χλιαίνω, καθιστῶ χλιαρόν, ὑπόθερμον, Ἀριστ. Προβλ. 8. 18, 2: - παθ., αὐτόθι 22. 7.
Greek Monolingual
(Α ἀναχλιαίνω)
κάνω ή ξανακάνω κάτι χλιαρό, ζεσταίνω ή ξαναζεσταίνω ελαφρά.