ξανακάνω

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

και ξανακάμνω
(Μ ξανακά[μ]νω)
κάνω κάτι εκ νέου, επαναλαμβάνω, ξαναδημιουργώ
νεοελλ.
μεταβάλλω κάποιον ριζικά, φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκτός εαυτού («ήτονε τόσα η μάνητα του Κρητικού μεγάλη οπού τον εξανάκαμε της μάνητας η ζάλη...», Ερωτόκρ.).