νάρτη
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 230] ἡ, ein indisches Gewürz, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
νάρτη: ἡ, Ἰνδικόν τι ἄρωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, ἔνθα ἴδε τὸν Schneid.
Greek Monolingual
νάρτη, ἡ (Α)
είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στην αρωματοποιία.