αρωματοποιία

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
η κατασκευή αρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].