δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ηη κατασκευή αρωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].