ἐλαιοκάπηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, oil-dealer, PLille3.55 (iii B.C.), Lib. Decl.26.18.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de aceite al por menor, aceitero οἱ ἐλαιοκάπηλοι οἱ τὴν διάθεσιν ἐξειληφότες PRyl.562.18, cf. SB 7202.18, PSI 372.5, PLille 3.55, PCair.Zen.526.2 (todos III a.C.), PPetr.3.86.4 (III a.C.), Lib.Decl.26.18.
German (Pape)
[Seite 788] Oelhändler, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοκάπηλος: ᾰ, ὁ, ἐλαιοπώλης, ἐμπορευόμενος ἔλαιον, λαδέμπορος, «λαδᾶς», Λιβάν. 4. 139.