ἔνειμεν
English (LSJ)
Ep. 1pl. of ἔνειμι, Il.5.477:—but ἔνειμεν, 3sg. aor. 1 of νέμω.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἔνειμεν:
I 3 л. sing. aor. к νέμω.
II эп. (= ἐνεσμεν) 1 л. pl. praes. к ἔνειμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνειμεν: Ἐπ. πληθ. α΄ πρόσωπ. τοῦ ἔνειμι, Ἰλ. Ε. 577· ἀλλ’ ἔνειμεν γ΄ ἑν. πρόσωπ. τοῦ ἀορ. α΄ τοῦ νέμω.
Greek Monotonic
ἔνειμεν:I. Επικ. αντί ἐνέσμεν, αʹ πληθ. του ἔνειμι (εἰμί, sum) αλλά, II. ἔνειμεν, γʹ ενικ. αόρ. αʹ του νέμω.