ταυρογενής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1073] ές, vom Stiergeschlecht, Orph. fr. 28, 7, Beiw. des Bacchus.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρογενής: -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.
Greek Monolingual
-ές, Α
πιθ. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].