λικμητικός
English (LSJ)
λικμητική, λικμητικόν, of or for winnowing, πτύον Eust.135.43.
German (Pape)
[Seite 46] zum Getreidereinigen gehörig, worfelnd, Eust. 135, 43.
Greek (Liddell-Scott)
λικμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίκμησιν, πτύον Εὐστ. 135. 43.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λικμητικός, -ή, -όν) λικμώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.).