φενακιστής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, = φέναξ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φενᾱκιστής: -οῦ, ὁ, = φέναξ, «φενακιστὴν αὐτὸν κωμῳδεῖ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 88· «ὁ βασιλεὺς φενακιστὴν θέλων αὐτὸν ἐλέγξαι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2105.
[Seite 1261] ὁ, = φέναξ, Sp.
φενᾱκιστής: -οῦ, ὁ, = φέναξ, «φενακιστὴν αὐτὸν κωμῳδεῖ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 88· «ὁ βασιλεὺς φενακιστὴν θέλων αὐτὸν ἐλέγξαι» Κ. Μανασσ. Χρον. 2105.