μηκυντέον
English (LSJ)
one must prolong, Socr.Ep.30.5, Iamb.in Nic.p.25 P.
Greek (Liddell-Scott)
μηκυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ μηκύνω, δεῖ μηκύνειν, Ἐπιστ. Σωκρ. 30, Ἰάμβλ. παρὰ Νικομ. σ. 33C.
one must prolong, Socr.Ep.30.5, Iamb.in Nic.p.25 P.
μηκυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ μηκύνω, δεῖ μηκύνειν, Ἐπιστ. Σωκρ. 30, Ἰάμβλ. παρὰ Νικομ. σ. 33C.