κοσμητός

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κοσμητή, κοσμητόν, well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητός -ή -όν [κοσμέω] fraai aangelegd:. κοσμηταὶ πρασιαί fraai aangelegde moestuin Od. 7.127.

German (Pape)

geordnet, in Ordnung gebracht; πρασιαί Od. 7.27.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητός: приведенный в порядок, красиво устроенный (πρασιαί Hom.).

English (Autenrieth)

well laid out, Od. 7.127†.

Greek Monolingual

κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.

Middle Liddell

κοσμητός, ή, όν κοσμέω
well-ordered, trim, Od.