scold, EM385.19, cf. Epic. in Arch.Pap.7p.9 (dub. sens.).
[Seite 945] schelten, λοιδορέω, E M.
στοβέω: ἐπιπλήττω, λοιδορῶ, ὑβρίζω, Ἐτυμολ. Μέγ. 385. 19.
Α στόβοςλοιδορώ.