λοιδορέω

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδορέω Medium diacritics: λοιδορέω Low diacritics: λοιδορέω Capitals: ΛΟΙΔΟΡΕΩ
Transliteration A: loidoréō Transliteration B: loidoreō Transliteration C: loidoreo Beta Code: loidore/w

English (LSJ)

fut. -ήσω D.40.48: aor.
A ἐλοιδόρησα E.Med.873, etc.: pf. λελοιδόρηκα Pl.Phdr.241e:—Med. and Pass. (v. infr.), fut. -ήσομαι Ar.Eq.1400, etc.: aor. ἐλοιδορησάμην Is.6.59; Att. more freq. ἐλοισορήθην D.9.54,54.5 (v. infr.): (λοίδορος):—abuse, revile, τινα Hdt.3.145; θεούς Pi.O.9.37, cf. Ar.Nu.1140, X. An.3.4.49, BGU 1007.6 (iii B. C.), etc.: abs., E. l. c., etc.; sometimes simply, rebuke, X.Cyr. 1.4.9; οἶνον εἰς ἐπίνοιαν λ. Ar.Eq.90, cf. Plu.2.175b (Pass.): with neut. Adj., ἐμαυτὸν πόλλ' ἐλοιδόρησα E.Hel.1171; οὐδὲν οὐδένα λ. Pl. Tht.174c; λ. ἔνια Arist.EN1128a31: with a predicate added, [τὴν Τύχην] λ. τυφλήν reproach fortune as blind, Plu.2.98a:—Med., rail at one another, Antipho 2.1.4, Ar.Ra.857, D.54.18:—Pass., λοιδοροῦντας ἢ λοιδορουμένους reviling or reviled, Isoc.2.47, cf. Phld.Lib.p.29 O.; λελοιδορημένος ὑπὸrebuked... X.HG5.4.29; οὐκ ἐν δίκη λοιδορηθείς Pl.Phdr.275e, cf. Grg.457d.
II Med. with aor. Pass. in act. sense, c. dat. pers., rail at, τινι Ar.Eq.1400, Pl.456, Ec.248, Pl.R. 395d, etc.; also λ. ἐπί τινι X.Ages.7.3; τινος Ach.Tat.1.6; εἴς τινα Luc.Anach.22; πρός τινα LXX Ex.17.2: c. acc. cogn., πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, ὅτι… they use all kind of foul reproaches, saying that... Hdt.4.184; λοιδορίαν ἣν ἐλοιδορήθη Κρατίνῳ περὶ τούτων D.21.132. —Act. never has dat. exc. in later Gr., LXX Ex.17.2, 2 Ma.12.14, Epict.Ench.34, Ant.Lib.22.5; in And.1.67 (ἠναντιώθην καὶ ἀντεῖπον —καὶ ἐλοιδόρησα—ἐκείνῳ ὧν ἦν ἄξιος) the dat. (if correct) depends on the other verbs; as does the acc. in οὓς ὕβριζες καὶ ἐλοιδοροῦ Hyp. Dem.Fr.(a).—Only the Act. is found in Trag.

French (Bailly abrégé)

λοιδορῶ :
insulter, injurier, gourmander durement : τινα, qqn ; τινα εἴς τι AR reprocher durement qch à qqn ; τὴν τύχην λ. τυφλήν PLUT reprocher à la fortune d'être aveugle;
Moy. λοιδορέομαι, λοιδοροῦμαι (ao. ἐλοιδορησάμην ou ἐλοιδορήθην) m. sign. : τινι, τινα, εἴς τινα, adresser des reproches blessants à qqn ; τινι ἐπί τινι, τινι περί τινος, qqn sur qch ; περί τινος ou εἴς τι, faire des reproches blessants au sujet de qch ; s'injurier, se quereller.
Étymologie: λοίδορος.

German (Pape)

schelten, schmähen, lästern; θεούς, Pind. Ol. 9.40; und so mit dem acc. die Tragg., τὰς προπομπούς, Aesch. Eum. 197, δεσπότας, Eur. Hec. 1237, ἐμαυτὸν πόλλ' ἐλοιδόρησα, Hel. 1187; Ar. Nub. 1124 und öfter; auch οἶνον εἰς ἐπίνοιαν, Eq. 90; in Prosa, vgl. Lys. 9.6 ff., und Sp.; Gegensatz ἐπαινεῖν, Plat. Gorg. 485a, und ἐγκωμιάζω, Rep. II.367d; λελοιδορήκαμεν, Phaedr. 241e; ἐλοιδόρει τὸν Ἡρακλείδην, ὅτι Xen. An. 7.5.11; τοῦτ' αὐτὸ λοιδορῶν ὠνείδιζε Plat. Phaedr. 257c; pass. λοιδορηθείς, 275e, wie μὴ λελοιδορημένος εἴη ὑπό τινος Xen. Hell. 5.4.29. – Häufig auch im med., teils absol., Antiph. II α 4, Plat. Symp. 213d und öfter, und gew. c. dat., Rep. I.329e, Phaedr. 257d; λοιδορούμενοι ἀλλήλοις Charmid. 154a; λοιδορήσεται Xen. Cyr. 1.4.9; λοιδορήσηται Isae. 6.59; λοιδορίας ψευδεῖς ἐμοὶ λοιδορούμενος Aesch. 2.8; oft bei den Sp., wie Luc. Pisc. 2, 45; πολλὰ τῷ ἀδελφῷ λοιδορησαμένη somn. 5; so auch aor. pass., λοιδορηθέντος αὐτοῖς ἐκείνου καὶ κακίσαντος Dem. 54.5; ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι Xen. Ages. 7.3; εἰς δυσγένειαν Plut. Nic. 2.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορέω: (aor. med. ἐλοιδορήθην - реже ἐλοιδορησάμην) тж. med. осыпать бранью, бранить, поносить, порицать (τινα Her. etc. и εἴς τινα Luc.): τὴν τύχην λ. τυφλήν Plat. упрекать судьбу в слепоте; λ. τινα πολλά Eur. осыпать кого-л. упреками; λ. τινα εἴς τι Arph., λοιδορεῖσθαί τινι ἐπί τινι Xen., περί τινος Arph. или εἴς τι Plut. бранить кого-л. за что-л.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορέω: μέλλ. -ήσω, Δημ. 1022. 20: ἀόρ. ἐλοιδόρησα Εὐρ., κτλ.· πρκμ. λελοιδόρηκα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε· - Μέσ. καὶ παθ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -ήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1400, κτλ.: ἀόρ. ἐλοιδορησάμην Ἰσαῖ. 62. 15, κτλ.· Παρ’ Ἀττ. κοινότερον ἐλοιδορήθην Δημ. 124. 1., 1257. 24 (ἴδε κατωτ.)· (λοίδορος). - Ὑβρίζω, προπηλακίζω, κακολογῶ τινα, τινα Ἡρόδ. 3. 145· θεοὺς Πινδ. Ο. 9. 56· καὶ συχνὸν παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως ἀπολ., Εὐρ. Μήδ. 873, κτλ.· ἐνίοτε ἁπλῶς, ἐπιπλήττω, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 9, Ἑλλ. 5. 4, 29· λ. τινα εἴς τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 90, Πλούτ. 2. 175Β· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἐμαυτὸν πόλλ’ ἐλοιδόρησα Εὐρ. Ἑλ. 1171· οὐδὲν οὐδένα λ. Πλάτ. Θεαίτ. 174C· λ. ἔνια Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 9· προστιθεμένου κατηγορουμένου, τὴν τύχην λ. τυφλήν, ὀνειδίζειν τὴν τύχην ὅτι εἶναι τυφλή, Πλούτ. 2. 98Α. - Μέσ., λοιδορεῖσθαι οὐ θέμις ἄνδρας ποιητάς, δὲν συγχωρεῖται ἄνδρες ποιηταὶ νὰ λοιδορῶσιν ἀλλήλους, Ἀριστοφ. Βάτρ. 857, Ἀντιφῶν 115. 19, Δημ. 1263. 22. - Παθ., λοιδοροῦντας καὶ λοιδορουμένους, ὑβρίζοντας καὶ ὑβριζόμενους, Ἰσοκρ. 24Β· λελοιδορημένους ὑπό... Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 29· οὐκ ἐν δίκῃ λοιδορηθεὶς Πλάτ. Φαῖδρ. 275Ε, πρβλ. Γοργ. 457D. ΙΙ. λοιδοροῦμαι, κεῖται ὡσαύτως ὡς ἀποθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς καὶ τὸ ἐνεργητ. σημασίας, πλὴν ὅτι τὸ λοιδορεῖν λαμβάνει τὸ ἀντικείμενον κατ’ αἰτιατ. (ἴδε ἀνωτ.), τὸ δὲ λοιδορεῖσθαι κατὰ δοτ., ἐκφέρω λοιδορίας κατά τινος, τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1400, Πλ. 456, Ἐκκλ. 248, Πλάτ. Πολ. 395D, κτλ.· οὕτω, λ. τινι ἐπί τινι Ξεν. Ἀγησ. 7, 3· τινὸς Ἀχ. Τάτ. 1. 6· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, ὅτι..., μεταχειρίζονται παντὸς εἴδους ἀπρεπεῖς λοιδορίας λέγοντες ὅτι..., Ἡρόδ. 4. 184· λοιδορίαν ἣν ἐλοιδορήθη Κρατίνῳ περὶ τούτων Δημ. 558. 6. - Τὸ ἐνεργ. οὐδέποτε μετὰ δοτ. εἰμὴ παρὰ μεταγενεστέροις, ὡς Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 34· διότι ἐν Ἀνδοκ. 9. 33 (ἠναντιώθην καὶ ἀντεῖπον - καὶ ἐλοιδόρησα - ἐκείνῳ ὧν ἦν ἄξιος) ἡ δοτ. ἀποδίδοται εἰς τὰ ἄλλα ῥήματα, ὡς ἡ αἰτ. ἐν τῷ οὓς ὕβριζες καὶ ἐλοιδοροῦ Ὑπερείδ. παρὰ Δημ. σ. 45 Babington. Μόνον τὸ ἐνεργητ. ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Τραγ.

English (Slater)

λοιδορέω revile ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία (O. 9.37)

English (Strong)

from λοίδορος; to reproach, i.e. vilify: revile.

English (Thayer)

λοιδόρω; 1st aorist ἐλοιδόρησα; present passive participle λοιδορούμενος; (λοίδορος); to reproach, rail at, revile, heap abuse upon: τινα, Pindar and Aeschylus down; the Sept. several times for רִיב.) (Compare: ἀντιλοιδορέω.)

Greek Monotonic

λοιδορέω: μέλ. λοιδορήσω, αόρ. ἐλοιδόρησα, παρακ. λελοιδόρηκα — Μέσ., μέλ. λοιδορήσομαι, αόρ. ἐλοιδορησάμην — Παθ., αόρ. ἐλοιδορήθην, παρακ. λελοιδόρημαι (λοίδορος
I. υβρίζω, προσβάλλω, κατηγορώ, κακολογώ, προπηλακίζω, σε Ηρόδ., Αττ.· επιπλήττω, σε Ξεν. — Μέσ., μιλώ δηκτικά, μιλώ υβριστικά (ο ένας για τον άλλον), σε Αριστοφ.
II. το λοιδοροῦμαι χρησιμ. και ως αποθ. με δοτ., μιλώ υβριστικά εναντίον κάποιου, σε Αριστοφ., Ξεν.· με σύστ. αντ., πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, μεταχειρίζονται κάθε είδους απρεπείς κατηγορίες, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: abuse, revile, reproach, rail at (Pi., IA.).
Other forms: aor. λοιδορῆσαι.
Compounds: sts with prefix as ἀπο-, συν-, προσ-.
Derivatives: λοιδορία abuse, reproach (Att.); also λοιδόρ-ησις (Pl., LXX), -ησμός (Ar.), -ημα (Arist., Plu.), -ημάτιον (Ar.); -ητικός abusing (Arist.), -ιστής H. as explanation of κόβειρος (*λοιδορίζω; after ἀγωνιστής a. o.); as backformation λοίδορος abusing, slanderer (E. Kyk. 534, Arist., hell.); cf. Frisk Eranos 41, 55ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like πολι-ορκέω, δειρο-τομέω, οἰνο-χοέω etc., but further unclear. Quite dubious suggestions by Frisk l.c.: to δέρω flay and a 1. member cognate with λύω (s.v.)?; or from *λοῖδος = Lat. lūdus play, λίζει παίζει H. (with Fick 1, 533), and through *λοιδόλης (like μαινόλης a.o.) with dissimilation λ--λ>λ--ρ? - Extensive lit. in Bq, WP. 2, 402, (Pok. 666), W.-Hofmann s. lūdus. - S. also Perpillou, RLGA 112ff. Several terms with this meaning are Pre-Greek (κερτομέω).

Middle Liddell

λοίδορος
I. to abuse, revile, Hdt., Attic; to rebuke, Xen.:—Mid. to rail at one another, Ar.
II. λοιδοροῦμαι is also used as Dep., c. dat., to rail at, Ar., Xen.:—c. acc. cogn., πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται they use all kind of foul reproaches, Hdt.

Frisk Etymology German

λοιδορέω: {loidoréō}
Forms: Aor. λοιδορῆσαι,
Grammar: v.
Meaning: schmähen, schimpfen, schelten, lästern (Pi., ion. att.).
Composita: vereinzelt mit Präfix wie ἀπο-, συν-, προσ-,
Derivative: Davon λοιδορία Schmähung, Lästerung (att.); auch λοιδόρησις (Pl., LXX), -ησμός (Ar.), -ημα (Arist., Plu.), -ημάτιον (Ar.); -ητικός schimpfend (Arist. u.a.), -ιστής II. als Erklärung von κόβειρος (*λοιδορίζω; nach ἀγωνιστής u. a.); dazu als Rückbildung λοίδορος schimpfend, der Lästerer (E. Kyk. 534, Arist., hell. u. sp.); vgl. Frisk Eranos 41, 55ff.
Etymology: Bildung wie πολιορκέω, δειροτομέω, οἰνοχοέω usw., aber sonst dunkel. Ganz fragliche Deutungsversuche bei Frisk a.a.O.: zu δέρω schinden und einem mit λύω (s.d.) verwandten Vorderglied?; oder von *λοῖδος = lat. lūdus Spiel, λίζει· παίζει H. (mit Fick 1, 533), und zwar über *λοιδόλης (wie μαινόλης u.a.) mit Dissimilation λ—λ > λ—ρ? —Ausführliche Lit. bei Bq, WP. 2, 402, (Pok. 666), W.-Hofmann s. lūdus.
Page 2,134

Chinese

原文音譯:loidoršw 睞多雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:放置(說) 衝 相當於: (מָרַר‎)
字義溯源:辱罵,咒罵,罵,妄用,嘲罵,誹謗;源自(λοίδορος)=漫罵);而 (λοίδορος)出自(λοίδορος)X*=危害)。參讀 (βλασφημέω / δυσφημέω)同義字
同源字:1) (ἀντιλοιδορέω)對罵 2) (λοιδορέω)辱罵 3) (λοιδορία)誹謗 4) (λοίδορος)漫罵
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);林前(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 他們⋯罵(1) 約9:28;
2) 被辱罵(1) 彼前2:23;
3) 被人咒罵(1) 林前4:12;
4) 你辱罵(1) 徒23:4

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=βρίζω, κακολογῶ). Ἀπό τό λοίδορος (=κακολόγος), πού εἶναι ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: λοιδορία, λοιδόρημα, λοιδόρησις, λοιδορησμός, λοιδορητέον, λοιδορητικός.

Lexicon Thucydideum

increpare, to upbraid, reproach, 3.62.1, 6.89.6. 8.86.5.