Ἀσιατογενής

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ἀσιατογενές, of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.

Spanish (DGE)

(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.

German (Pape)

[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire d'Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.

Russian (Dvoretsky)

Ἀσιᾱτογενής: Aesch. = Ἀσιαγενής.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.

Greek Monotonic

Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γίγνομαι
of Asian birth, Aesch.