ἀκατάπτωτος

Revision as of 12:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀκατάπτωτον, not liable to fall, Eustr. in EN311.18.

Spanish (DGE)

-ον
1 no derribado de un luchador, Gr.Nyss.Ref.Eun.408.14.
2 que no puede caer τελειότης Eustr.in En.100.22, 311.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπτωτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, Εὐστ. Πονημ. 187, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάπτωτος, -ον) καταπίπτω
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία
να περιπέσει σε ανυποληψία)
μσν.
αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει.

German (Pape)

nicht fallend, untrüglich, Sp.