κοπροποιός
English (LSJ)
κοπροποιόν, producing excrement, EM529.15, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1483] Mist machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροποιός: -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «ῥυπαρός», Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
κοπροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα
2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ)].