λίπασμα

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίπασμα Medium diacritics: λίπασμα Low diacritics: λίπασμα Capitals: ΛΙΠΑΣΜΑ
Transliteration A: lípasma Transliteration B: lipasma Transliteration C: lipasma Beta Code: li/pasma

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό,
A a greasy form of ulceration, Hp.Alim.16, Heliod. ap. Orib.46.22.14, Gal.15.316.
2 a fattening substance, Plu.2.771b, LXX Ne.8.10 (pl.).
3 salve, Man.4.345.
4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).

German (Pape)

[Seite 51] τό, das Fettmachende, Fett, Hippocr. u.;p., Salbe, Maneth. 4, 345; ὀφθαλμῶν λ. nannte Epikur die Thräne.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
substance grasse.
Étymologie: λίπα.

Russian (Dvoretsky)

λίπασμα: ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λίπασμα: [ῐ], τό, παχύτης, Ἱππ. 381. 22. 2) οὐσία παχύνουσα, Πλούτ. 2. 771Β, πρβλ. Ἑβδ. (Νεεμ. Η΄, 10). 3) ἀλοιφή, Μανέθων 4. 345. 4) λ. ὀφθαλμῶν, δάκρυα, Ἐπίκουρ. παρὰ Κλεομήδ. 2, 1, σ. 112 Bäke.

Greek Monolingual

το (Α λίπασμα) λιπαίνω
νεοελλ.
1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)
2. φρ. «διαφυλλικό λίπασμα» — λίπασμα που διασκορπίζεται στο φύλλωμα τών καλλιεργούμενων φυτών από το οποίο και απορροφάται
αρχ.
1. παχύτητα, πάχος
2. ουσία που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)
3. αλοιφή
4. φρ. «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.