ἑκατονταέτηρος
English (LSJ)
ἑκατονταέτηρον, of a hundred years, Orph.A.1108.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτονταέτηρος) -ου, ὁ período de cien años, siglo (ζώουσ') δώδεκα ... ἑκατονταετήρους viven doce siglos Orph.A.1108.
German (Pape)
[Seite 752] hundertjährig, Orph. Arg. 1105.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατονταέτηρος: -ον, ὁ ἐξ ἑκατὸν ἐτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 1105.