ψηφοειδής

Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ψηφοειδές, pebbly, Theophrastus De Lapidibus 47.

German (Pape)

[Seite 1397] ές, kieselartig, kieselähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ψήφους, πρὸς ψηφίδας ἢ λιθάρια, πλήρης ψηφίδων ἢ χαλίκων, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 47.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με ψηφίδα
2. γεμάτος ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -ειδής].