μαστιάω

Revision as of 12:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= μαστίζω, only in Ep. part. μαστιόων, Hes.Sc.431.

German (Pape)

μαστίζω, ὤμους οὐρῇ μαστιόων, Hes. Sc. 431.

Russian (Dvoretsky)

μαστιάω: (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστιάω: μαστίζω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.

Greek Monotonic

μαστιάω: = μαστίζω, μόνο στην Επικ. μτχ. μαστιόων, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μαστιάω, = μαστίζω, Hes.] only in epic part. μαστιόων]