δορίπληκτος

Revision as of 12:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

δορίπληκτον, smitten by the spear, Sch.E.Andr.653.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δουρί- A.Th.278
capturado en la guerra λάφυρα A.l.c., cf. Sch.E.Andr.653.

German (Pape)

[Seite 658] mit dem Speere geschlagen, getroffen; so erkl. Schol. Eur. Andr. 654 δοριπετής.

Greek (Liddell-Scott)

δορίπληκτος: -ον, πληγεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Σχόλ. Εὐρ.· πρβλ. δουρίπηκτος.

Greek Monolingual

δορίπληκτος, -ον (Α)
χτυπημένος από δόρυ.