ἱκεταδόκος

Revision as of 12:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἱκεταδόκον, receiving suppliants, σκοπή A.Supp.713.

German (Pape)

[Seite 1247] Schutzflehende aufnehmend, Aesch. Suppl. 694.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les suppliants.
Étymologie: ἱκέτης, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετᾱδόκος: дающий приют или убежище просящим о защите (σκοπή Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετᾱδόκος: -ον, δεχόμενος ἱκέτας, Αἰσχύλ. Ἱκ. 713.

Greek Monolingual

ἱκεταδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται τους ικέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωροδόκος, ξενοδόκος.

English (Woodhouse)

receiving suppliants