σφενδονιστής

Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

σφενδονιστοῦ, ὁ, = σφενδονήτης, Them.Or.11.152c.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονιστής: -ίτης, συχνὴ διάφορ. γραφὴ ἀντὶ σφενδονήτης.

Greek Monolingual

ο, NA σφενδονίζω
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με σφενδόνη.

German (Pape)

ὁ, = σφενδονίτης, LXX.