σφενδονιστής
English (LSJ)
σφενδονιστοῦ, ὁ, = σφενδονήτης, Them.Or.11.152c.
Greek (Liddell-Scott)
σφενδονιστής: -ίτης, συχνὴ διάφορ. γραφὴ ἀντὶ σφενδονήτης.
Greek Monolingual
ο, NA σφενδονίζω
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με σφενδόνη.
German (Pape)
ὁ, = σφενδονίτης, LXX.