ἐείσαο, part. ἐεισάμενος, Ep. aor. of εἴδομαι,
A v. Εἴδω:— but ἐείσατο, ἐεισάσθην, v. εἴσομαι 11.
[Seite 717] ep. = εἰσάμην, zu εἶδον.