σοροεργός

Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

σοροεργόν, coffinmaking, τέχνης κανονίσματα Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 913] Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

σοροεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.

Greek Monolingual

-όν, Α
σοροπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].