εὐάκεστος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀκέομαι)
A easy to remedy, ἁμαρτάδες εὐακεστότεραι Hp.Acut.39.
German (Pape)
[Seite 1055] leicht zu heilen, Hippocr.
[ᾰ], ον, (ἀκέομαι)
A easy to remedy, ἁμαρτάδες εὐακεστότεραι Hp.Acut.39.
[Seite 1055] leicht zu heilen, Hippocr.