εὐάκεστος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάκεστος Medium diacritics: εὐάκεστος Low diacritics: ευάκεστος Capitals: ΕΥΑΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: euákestos Transliteration B: euakestos Transliteration C: evakestos Beta Code: eu)a/kestos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἀκέομαι) easy to remedy, ἁμαρτάδες εὐακεστότεραι Hp.Acut.39.

German (Pape)

[Seite 1055] leicht zu heilen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάκεστος: ᾰ, ον, εὐίατος, ἁμαρτὰς εὐακεστοτέρη Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 350.

Greek Monolingual

εὐάκεστος, -ον (Α)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. ανάκεστος].