ἀφρικτί
English (LSJ)
Adv., (φρίσσω) without shuddering, Call.Dian.65.
Spanish (DGE)
adv. sin temblar, sin miedo οὐδέποτ' ἀ. μακάρων ὁρόωσι (Κύκλωπας) θύγατρες Call.Dian.65.
German (Pape)
[Seite 415] ohne zu schaudern, Callim. Dian. 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρικτί: ἐπίρρ. (φρίσσω) ἄνευ φρίκης, Ἀνθ. Π. 7. 531, Νικ. Ἀλεξιφ. 206.