πτυχώδης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 812] ες, faltig, mit vielen Falten, Schichten, Lagen, Arist. H. A. 5, 7.
Russian (Dvoretsky)
πτῠχώδης: складчатый, т. е. слоистый (τῶν καρκίνων ἐπικαλύμματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πτῠχώδης: -ες, ὁ ἔχων πτυχάς, ὁ πλήρης πτυχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 7, 2.