παραδοξολόγος

Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, narrator of marvels, Gal.1.55, al., D.L.8.72.

German (Pape)

[Seite 477] von wunderbaren, unerwarteten Dingen redend, erzählend; D. L. 8, 72; Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui raconte des choses incroyables ou extraordinaires.
Étymologie: παράδοξος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

παραδοξολόγος: рассказывающий о диковинных вещах Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξολόγος: -ον, ὁ παράδοξα λέγων, Διογ. Λ. 8. 72, Γαλην. τ. 2, σ. 356, 14, 461, 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται απίθανες ιστορίες
αρχ.
αυτός που αφηγείται θαυμαστά, εκπληκτικά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -λόγος].

Greek Monotonic

παραδοξολόγος: -ον (λέγω), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα, πρωτάκουστα πράγματα.

Middle Liddell

παραδοξο-λόγος, ον, λέγω
telling of marvels.