ὀπισθόψιλος
English (LSJ)
ὀπισθόψιλον, bald behind, Steph.in Hp.2.249 D.
Greek Monolingual
ὀπισθόψιλος, -ον (Α)
φαλακρός στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + ψιλός.
ὀπισθόψιλον, bald behind, Steph.in Hp.2.249 D.
ὀπισθόψιλος, -ον (Α)
φαλακρός στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + ψιλός.