[ῠ], ὁ, poet. for σπύραθος, Nic.Th.932 (pl.).
[Seite 819] ὁ, poet, statt σπύραθος, Nic. Ther. 932, Ziegenkoth.
πύρᾰθος: [ῠ], ὁ, ποιητ. ἀντὶ σπύραθος, Νικ. Θηρ. 932.
ὁ, Α(ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) οἱ πυραθοιβλ. σπύραθος.