σπύραθος
αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
English (LSJ)
[ῠ], ὁ or ἡ, = σπυράς, only in plural, Hp.Nat.Mul.32, 34, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for σπυρίθιον in Id.Ther.19 (pl.); σφυραθία, ἡ, Poll.5.91: also σπύρδαρα ibid. (v.l. -δανα).
German (Pape)
[Seite 926] ὁ od. ἡ, runder Mist, bes. der Ziegen u. Schaafe, Schaaflorbeer, Sp. – Hängt wohl mit σπεῖρα zusammen u. bedeutet jeden rund gedrehten Körper.
Greek (Liddell-Scott)
σπύρᾰθος: [ῠ], ὁ ἢ ἡ, = σπυράς, μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 571. 18., 575. 48, Διοσκ. 2. 98˙ οὕτω σπυράθιον, τό, Διοσκ. 6. 55˙ σπυραθία, ἡ, Πολυδ. Ε΄, 91.
Greek Monolingual
και πύραθος, ὁ, ἡ, Α
στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ σύμφωνο -φ-: σφυρ-άς (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Ο τ. έχει παραχθεί από ένα προσηγορικό σε -ο ή -ᾱ- που μαρτυρείται στη Βαλτική: λιθουαν. spira, spiros «περίττωμα μικρού ζώου», λεττον. spiras- και εμφανίζει, όπως και οι τ. της Βαλτικής, τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σπυρίς, ἄγυρις, λύκος). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται και ο παράλληλος τ. σπυρ-άς σχηματισμένος με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. λιθάς, ισχάς). Αντίθετα, με φωνηεντισμό -ο-, δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. σπυρθίζω) και εκφραστικό επίθημα -υγγες (πρβλ. στόρθυγξ) μαρτυρείται ο τ. σπόρθ-υγγες (< IE spor-dh-), που συνδέεται με τα ισλδ. spard «κόπρος προβάτου» και sperdill «κόπρος αίγας». Οι τ., τέλος, συνδέονται πιθ. με την οικογένεια του ρ. σπαίρω και της λ. σφαίρα].