δυσάνεμος
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for δυσήνεμος, S.Ant.591 (lyr.).
Spanish (DGE)
v. δυσήνεμος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. δυσήνεμος.
Russian (Dvoretsky)
δυσάνεμος: (ᾱ) дор. = δυσήνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνεμος: [ᾱ], -ον, Δωρ. ἀντὶ δυσήνεμος, Σοφ. Ἀντ. 591.
Greek Monolingual
δυσάνεμος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση κακών ανέμων.
Greek Monotonic
δυσάνεμος: [ᾱ], -ον, Δωρ. αντί δυσ-ήνεμος, σε Σοφ.