ταυροειδής
English (LSJ)
ταυροειδές, bull-like, τ. τὴν μορφήν Str.17.3.5.
German (Pape)
[Seite 1073] ές, stierartig, -ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ταῦρον, τ. τὴν μορφὴν Στράβ. 827.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ειδής].